- εξηκονταετής
- -ές (AM εξηκονταέτης, -ες)αυτός που έχει ηλικία εξήντα ετώννεοελλ.1. αυτός που έχει χρονική διάρκεια εξήντα ετών2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο εξηκονταετής, η εξηκονταέτιςηλικίας εξήντα ετώνο εξηντάρης.[ΕΤΥΜΟΛ. < εξήκοντα + -ετής (< έτος)].
Dictionary of Greek. 2013.