εξηκονταετής

εξηκονταετής
-ές (AM εξηκονταέτης, -ες)
αυτός που έχει ηλικία εξήντα ετών
νεοελλ.
1. αυτός που έχει χρονική διάρκεια εξήντα ετών
2. (το αρσ. και το θηλ. ως ουσ.) ο εξηκονταετής, η εξηκονταέτις
ηλικίας εξήντα ετών
ο εξηντάρης.
[ΕΤΥΜΟΛ. < εξήκοντα + -ετής (< έτος)].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ἑξηκονταέτης — sixty years old masc/fem acc pl (attic epic doric) ἑξηκονταέτης sixty years old masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) ἑξηκονταέτης sixty years old masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξηκονταέτη — ἑξηκονταέτης sixty years old neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἑξηκονταέτης sixty years old masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἑξηκονταέτης sixty years old masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξηκονταετῶν — ἑξηκονταέτης sixty years old masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἑξηκονταέτους — ἑξηκονταέτης sixty years old masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • εξηκονταετία — η (AM ἑξηκονταετία) [εξηκονταετής] χρονική περίοδος εξήντα ετών …   Dictionary of Greek

  • υπερεξηκοντούτης — ο / ὑπερεξηκοντέτης, ες, ΝΑ αυτός που έχει ηλικία μεγαλύτερη από εξήντα χρονών. [ΕΤΥΜΟΛ. < ὑπερ * + ἑξηκοντούτης, ἑξηκονταέτης] …   Dictionary of Greek

  • ՎԱԹՍՆԱՄԵԱՆ — (ենի, ից.) NBH 2 0769 Chronological Sequence: Early classical, 8c ա. ἐξηκονταέτης sexagenarius, sexaginta annos agens. Վաթսուն ամաց. վաթսուն տարուան՝ տարեկան. *Ի քսանամենից մինչեւ ցվաթսնամեանս: Ի վաթսնամենից եւ ʼի վեր. Ղեւտ. ՟Ի՟Է. 3. 7:… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”